- δευτερόκλιτος
- -η, -ον (AM δευτερόκλιτος, -ον)(για ονόματα) αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση τής αρχαίας ελληνικής γραμματικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό Φιλίστωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δευτερόκλιτος — η, ο αυτός που ανήκει στη δεύτερη κλίση: Ο «άνθρωπος» είναι δευτερόκλιτο ουσιαστικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… … Dictionary of Greek
στρηνός — Πόλη της αρχαίας Κρήτης για την οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες και αγνοούμε την ακριβή θέση της. Οι κάτοικοι της ονομάζονταν Στρήνιοι. * * * ή, όν, ΜΑ στρηνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος δευτερόκλιτος τ. τού επιθ. στρηνής*] … Dictionary of Greek